Λογοτεχνικές αναζητήσεις με αφορμή τη «Μαρσέλ» του Αλέκου Κοντόπουλου
Γράφει η Δρ. Έφη Παπαευθυμίου
Αρχαιολόγος-Μουσειολόγος
Ο ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975) αποτελεί πολιτισμικό κεφάλαιο για τη Λαμία, γιατί υπήρξε πρωτοπόρος της Μοντέρνας Τέχνης και ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα, με διεθνή απήχηση. Το έργο του συνιστά σημαντική πτυχή της ταυτότητας της πόλης μας, που μας συνδέει δυναμικά με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα της Ευρώπης και της Αμερικής, τη σύγχρονη φιλοσοφία και τις αισθητικές θεωρίες του 20ού αιώνα.
Με αφορμή το πορτρέτο της Μαρσέλ, που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος το 1936, κατά την παραμονή του στο Παρίσι, τρεις συγγραφείς-μέλη του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων, ανταποκρίθηκαν στην κοινή πρόσκληση της Δημοτικής Πινακοθήκης Λαμίας και του Ομίλου, για τη δημιουργία διηγημάτων μικρής φόρμας, εμπνευσμένων από τη ζωγραφική του Αλέκου Κοντόπουλου.
Τα εξαιρετικά διηγήματα των: Παντελή Γερασίμου- «Για μια Μαρσέλ», Σοφίας Κουτσούκου- «Μαρσέλ» και Ειρήνης Πασχαλίδου- «Ένα ραγισμένο είδωλο», αναγνώσθηκαν από τους ίδιους τους συγγραφείς στην αίθουσα μόνιμης συλλογής του Α. Κοντόπουλου, η οποία γέμισε σκορπίζοντας χαρά σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο λόγος δόθηκε στο κοινό, για σχόλια και εντυπώσεις, ώστε να υπάρξει η επιθυμητή από τους διοργανωτές, διαδραστικότητα και συμμετοχή. Ακούστηκαν πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις και είναι γεγονός ότι τα διηγήματα εμπλούτισαν τον τρόπο που μέχρι σήμερα προσλαμβάναμε το πορτρέτο, με νέα σημαινόμενα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις για αυτήν την μυστηριώδη εικονιζόμενη, με το αινιγματικό βλέμμα.
Κάνοντας ανάλυση περιεχομένου στην αρχή κάθε ιστορίας, ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να διαπιστώνουμε ότι και οι τρείς συγγραφείς- ανεξάρτητα από τη διαφορά φύλου, ηλικίας και καταβολών- μιλούσαν για μια γυναίκα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μεγαλοπρέπειας που εμπνέει σεβασμό και ιερότητα. Μια «εφέστια θεά που είχε εκμυστηρευτεί ότι γεννήθηκε για να την λατρεύουν» (Π. Γερασίμου), μια γυναίκα που επέμενε ότι «θα γίνει ηθοποιός! Μια μέρα θα τη θαυμάζουν όλοι» (Ε. Πασχαλίδου) και μια γυναίκα επίσης που «ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλες, τόσο άπιαστη» (Σ. Κουτσούκου).
Ήδη από την αρχή της ιστορίας τους οι τρεις συγγραφείς καταθέτουν τα «εναρκτήρια συμβόλαια»-όπως θα έλεγε ο συγγραφέας Άμος Οζ- για τις προθέσεις τους και τη βασική ιδέα που θα αναπτύξουν στο διήγημά τους.
Οι κοινές προσεγγίσεις των συγγραφέων οδήγησαν σε ένα είδος παιχνιδιού με το κοινό, καθώς τους ζητήθηκε να «ακούσουν» τελικά την ίδια τη Μαρσέλ και να εντοπίσουν εκείνα τα στοιχεία- στη ζωγραφική γλώσσα πλέον-, που ενέπνευσαν στους συγγραφείς την ιδέα μιας μεγαλοπρεπούς θεάς, μιας ντίβας, μιας ξεχωριστής ύπαρξης. Το κοινό διαπίστωσε τον αγέρωχο τρόπο που κοιτάζει η Μαρσέλ, τη μετωπική της στάση στον πίνακα που θυμίζει προτομή θεάς, το χέρι της που ακουμπά σε ένα κάθισμα ψηλό σαν θρόνο, το πολυτελές ρούχο που σκεπάζει απαλά τους ώμους της και άλλα στοιχεία που εκπέμπουν, με τα μέσα της ζωγραφικής, το μήνυμα του απροσπέλαστου μεγαλείου και του θαυμασμού.
Επίσης, το κοινό εντόπισε το πώς οι έντονες αντιθέσεις ανοιχτών και σκοτεινών τόνων, δημιουργούν δραματική ένταση στο έργο. Το φωτεινό σώμα που μοιάζει σαν αλαβάστρινο σε αντίθεση με τον κατάμαυρο βελούδινο γιακά του ρούχου της Μαρσέλ. Το ίδιο το πρόσωπό της, χωρισμένο στη μέση σε ένα φωτεινό και ένα σκοτεινό μισό, η σοβαρή έκφραση και το αινιγματικό της βλέμμα.
Έγινε έτσι συνειδητό ότι η ζωγραφική είναι μια «γλώσσα» που μεταφέρει μηνύματα με τον δικό της τρόπο και τους ξεχωριστούς κώδικες που διαθέτει, το χρώμα, το σχέδιο, τις φόρμες, τη σύνθεση και μπορέσαμε βιωματικά να επικοινωνήσουμε με το έργο, καταγράφοντας μια πρωτόγνωρη εμπειρία τέχνης.
Θα θέλαμε και από εδώ να ευχαριστήσουμε τα μέλη του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών & Συγγραφέων που συμμετείχαν: τον κ. Παντελή Γερασίμου, την κ. Σοφία Κουτσούκου και την κ. Ειρήνη Πασχαλίδου.
Τέλος, τον Πρόεδρο, κ. Κώστα Τσιαλαφούτα και τη συγγραφέα κ. Λίλη Τσώνη για τη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνάντησης της Λογοτεχνίας με τη Ζωγραφική.