Ο μυθιστοριογράφος είναι κύριος του μύθου του
Γράφει η
Γιώτα Τριανταφύλλου
Τον ξετυλίγει όπως θέλει, όπως τον οδηγεί η έμπνευσή του κι η φαντασία του. Βρίσκει αφορμή να δώσει ένα σχεδιάγραμμα του βίου του, καταγράφει τις πράξεις των ηρώων του, τους ψυχογραφεί βαθύτατα, εμβαθύνει στην καρδιά τους , με τρόπο που μαρτυρά αδιάψευστα, ότι συνδέεται ψυχικά μαζί τους σε έντονο βαθμό. Χωρίς αγάπη, δεν θα μπορούσε να τους ζωντανέψει και με την αφήγησή του να συγκινήσει τον αναγνώστη. Την βασανισμένη κραυγή της ψυχής του, την μεταβάλει έντεχνα σε μονοπάτια λέξεων.
Το ολοκαύτωμα είναι η αμοιβή του και αυτό του δίνει το δικαίωμα να καταστρέψει οτιδήποτε παρεμβάλλεται στις σπίθες της σκέψης του.
Βαδίζει μόνος του, στην ομίχλη παθιασμένος , ενώ μπροστά του τον περιμένει ανυπόμονο το πλήθος των προβλημάτων. Έχει να παλέψει με πολλά και πρώτα απ’ όλα να ξεπεράσει την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην σιωπή και τα λόγο. Το κείμενο ανακαλύπτεται κατά την γραφή του και ο λογοτέχνης είναι ο πρώτος έκπληκτος αναγνώστης του είναι ο τελευταίος που μπορεί να εξηγήσει το έργο του και ιδίως την πορεία του έργου του. Η αισθητική δεν νομοθετείται ποτέ αλλά αναιρείται συνεχώς. Βαδίζει από ανακάλυψη σε ανακάλυψη.
Το γράψιμο γίνεται μια πράξη αυτογνωσίας και αυτοθεραπείας και κατ’ επέκταση γίνεται μια πλατύτατη σκοπιμότητα ευφορίας που λειτουργεί θεραπευτικά και για τον συγγραφέα και για τους άλλους. Μας υπόσχεται την αθανασία. Όπως η ιατρική προσπαθεί να σώσει τον άνθρωπο έτσι και η λογοτεχνία προσπαθεί να νικήσει τον θάνατο. Η επιστήμη αναπτύσσει την λογική πλευρά του ανθρώπου, η τέχνη λεπταίνει την ευαισθησία του. Ο δημιουργός γράφοντας κάνει, χωρίς να το ξέρει μια μάχη σώμα με σώμα με τον θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο, δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου.
Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας μικρός θάνατος. Η πεζογραφία είναι κατεξοχήν κοινωνική τέχνη, προορισμένη να απευθύνεται στο πλατύ κοινό, που μας μεταδίδει όχι μόνο όσα βλέπουμε ή μόνο όσα ακούμε αλλά και όσα μπορούμε να διαισθανθούμε με τρόπο μαγνητικό. Ο συγγραφέας κρύβει πάντα ένα μυστικό κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό το μυστικό ψάχνει να βρει μια ολόκληρη ζωή, με κάθε γραφτό, με κάθε έργο.
Γιατί γράφει, γιατί σταματάει το γράψιμο, πως και πότε ξαναρχίζει, γιατί περνάει από το ένα είδος στο άλλο; Ανακαλύπτει σα να είναι ξένος, πράγματα καινούργια, μυστηριώδη, σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα δικά του κείμενα ή ανάμεσα σε κείμενα και την ζωή του, που δεν είχε καν υποψιαστεί. Το μυστικό όμως θα του ξέφυγε πάντα, για να μπορεί ακριβώς να το κυνηγάει. Αλλιώς πως θα έγραφε και γιατί; Η αναζήτηση αυτή θα γίνει και το έργο του. Η μεταφυσική πίστη του, απαλείφει την οντολογική πρωτοκαθεδρία της νόησης. Γίνεται εκστατικός μέσα στο είναι.
Γυμνάζει το νου, απολαμβάνει τη σκέψη, παύει να είναι δουλωμένος στην σκέψη.
Βρίσκεται μόνος με τον εαυτό του, ενώπιος ενωπίω, απογυμνωμένος, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, σε μια θεατρική παράσταση που ενσαρκώνει τους ηρωές του και πλάθει τους μύθους του.
Η λογοτεχνία όπως και να το κάνουμε, είναι μια υπόθεση μοναξιάς, γεννιέται σε συνθήκες μόνωσης και απευθύνεται σ’ έναν ένα αναγνώστη χωριστά, από διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές που συνυπάρχουν ωστόσο κάτω από τον ίδιο αστερισμό. Αν διασωθεί το μυθιστόρημα θα διασωθεί η ευαισθησία και η ελπίδα για τον άνθρωπο, για την μοίρα και την θέση του μέσα στον κόσμο.Η αληθινή τέχνη δεν διδάσκεται, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν αντιγράφει, απλώς υπάρχει. Ο άνθρωπος είναι αφηγητής του εαυτού του. Το πνεύμα του μυθιστορήματος είναι σαν το πνεύμα της πολυπλοκότητας. Κάθε μυθιστόρημα λέει στον αναγνώστη τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα από όσο νομίζεις. Η μορφή του πεζογραφήματος είναι σαν ένα είδος ψυχολογικής ηθογραφίας.
Η πραγματικότητα παραμένει ακατάληπτη, απροσδιόριστη, παράλογη, καμιά φορά απωθητική για τον συγγραφέα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Άδοξη και στερημένη περιπλανάται μέσα στον στερημένο κόσμο. Η ζωή είναι πολύπλοκη και βιαστική, αλλά ο πεζογράφος πρέπει απαραίτητα κάπου να την σταματήσει για να την συλλάβει και να την περιγράψει.
Ο μυθιστοριογράφος θα πρέπει αναγκαστικά να κάνει τις επιλογές του, να προχωρήσει σε απομονώσεις χαρακτήρων κι επεισοδίων για να μπορέσει να οικοδομήσει μια αφήγηση. Όσο καλά κι αν τα καταφέρει να τελειώσει ένα έργο, το βαθύτερο αίσθημα της αποτυχίας θα τον συνοδεύει, ότι κάτι του ξέφυγε, ότι αδίκησε κι αδικήθηκε.
Ότι πίσω από τις σελίδες του, παραμένει πάντα δυναμικό, ανεξιχνίαστο το πλήθος, αυτό που το βλέπεις να συνωστίζεται στα πεζοδρόμια κι ίσως αυτό να είναι το δραματικό στοιχείο, ότι ο εαυτός μας περνά μέσα από τους άλλους και μας παίζει κρυφτούλι εξίσου καλά όσο και ένα τρίτο πρόσωπο μέσα στην αφήγηση.