ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ: Αιμίλιος Ριζογιάννης ‘Για ποιόν θεό μου μιλάς’ Μυθιστόρημα, Εκδ. ΓΡΑΦΗΜΑ - Θεσσαλονίκη, 2024
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος
‘Μελέτησε το παρελθόν,
αν θέλεις να ορίσεις το μέλλον’.
Τζώρτζ Όργουελ
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μιας εξιδικευμένης, κινηματογραφικής πλοκής και περιεχομένου. Πλοκής με ατέρμωνα σκαμπανευάσματα. Πλοκής απρόβλεφτων καταλήξεων.
Ο συμπατριώτης μας Αιμίλιος Ριζογιάννης με πολύ έντεχνο τρόπο φέρνει στο φως όλα εκείνα τα ιστορικά γεγονότα, τα γεγονότα μιας εωσφορικής, διαχρονικής εποχής.
Ένα περιεχόμενο αγέραστο, γι’ αυτό αξίζει τη μελέτη από κάθε τωρινό και αυριανό πολίτη, γιατί θυμίζει και φωτίζει πράξεις ανάκαρδες,απάνθρωπες, ακαταλόγιστες, βάρβαρες, αιματοπότιστες.
Ξεκίνημα απ’ τον ξεριζωμό του ελληνισμού, τη Μεταξική ανήλεη δικτατορία, μιας δικτατορίας που γέμισε τα ξερονήσια από εκείνους που πάλευαν για ένα καλλίτερο αύριο του μεροκαματιάρη. Ξερονήσια που μετατράπηκαν σε μια εκατόμβη νεκρών.
Τον ελληνο-ιταλικό και τη γερμανική λαίλαπα του λιμού της Κατοχής, με το σύνολο των Ελλήνων να γινουν σαρακοστιανοί, να φεγγίζουν τα παΐδια τους και να πετιούνται νεκροί στην άκρη των δρόμων.
Εποχή ευτελισμού της ανθρώπινης αξίας και όλα τούτα με τους μαυραγορίτες, τους καλοθελητές, τους δοσίλογους, τους γερμανοτσολιάδες, τους ταγματοασφαλίτες συνεργάτες των γερμανών και όχι μόνον.
Με τη λαοθάλασσα των γνήσιων Ελλήνων, αντρόκαρδων, λιοντόκαρδων πατριωτών οι οποίοι μην αντέχοντας να κατεβάσουν το ανάστημά τους μπροστά στις σιδηρόφρακτες φάλαγγες των Γερμανών και των ντόπιων προδοτών, πήραν τη στράτα για τα βουνά και αντιστάθηκαν στην τυραννία. Δεν τους ονόμασαν αντάρτες λεβέντες, αλλά συμμορίτες, λέξη που προκαλεί το μίσος, την οργή.
Για να φτάσουμε στην απελευθέρωση, αλλά και τα αιματοπότιστα βράχια και λαγκάδια του οικτρού, αδερφοκτόνου, εμφυλίου και από εκεί στη βάρβαρη σιωπή των συνταγματαρχών και στην ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Όμως, ενώσω ο ήλιος δεν έχει σβήσει, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως στην άλλη άκρη της κάθε σκοτεινής νύχτας, θα βρίσκεται όλο και μια αυγή.
Ο συγγραφέας μας, Αιμίλος Ριζογιάννης, μας περιγράφει τέτοιες χαραμάδες γεμάτες ανθρωπιά, που μέσα στη φτωχική παράγκα με τις λαμαρίνες και το πισόχαρτο και την καβαλίνα, βασίλευαν οι μικροχαρές, οι σφιχτοί δεσμοί της γειτονιάς, της γειτονιάς που κράτησε και διατήρησε έθιμα και παραδόσεις αιώνων. Παράγκες που γέννησαν λαμποδόχυτες, αντρόκαρδες, αντρογύναικες, σαν εκείνη την Ευρυδίκη και ορθόλιθρα παλικάρια.
Γλώσσα ρέουσα, καταρράχτης της ψυχής, που η κάθε λέξη, ‘που λειαίνεται όπως η πέτρα, στα χείλη του λαού, στα χείλη και στα δόντια, κάτι ολόιδιο μ’ αυτό που σε παρορμά να πολεμάς ή να ερωτεύεσαι...’ καθώς μας λέει ο Ελύτης. Λέξεις και φράσεις ταπεινές αλλά ζωντανές, που βρίσκονται στα χείλη του λαού μας εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια.
Μας μιλάει για εποχές που η ανέχεια δεν ήταν ντροπή, και που το λίγο ήταν πολύ και το ελάχιστο τρανό. Εποχές αβυθομέτρητων προσπαθειών, αντοχής και θύμισης αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Είναι ένα βιβλίο με βιωματικές εμπειρίες γεγονότων και τοπίων, γι’ αυτό σε προκαλεί, καθώς περιδιαβαίνεις τις σελίδες του να αναχαράζεις τα τεκτενόμενα και να αναστοχάζεσαι και να απορείς γιατί τόσα κρέπια, τόσα σάβανα, μα και μονάχα απολιφάδεια χαράς και θαλπωρής.
Θερμά συγχαρητήρια στο συμπατριώτη μας Αιμίλιο για το τεκμηριωμένο, αλλά και με άριστο τρόπο και αινιγματική πλοκή τούτου του δευτέρου πονήματός του.