Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Συμφωνία με τους δανειστές τον Ιανουάριο «βλέπει» ο Δ. Παπαδημητρίου

Τελικά, η διαφορά μας είναι με το ΔΝΤ, όχι με τους Ευρωπαίους, ο Σόιμπλε και οι συν αυτώ θα υποχωρήσουν και στα μέσα Ιανουαρίου θα υπάρξει συμφωνία χωρίς λήψη νέων μέτρων, εκτίμησε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρη Παπαδημητρίου μιλώντας χθες στην "Οικονομία Στο Κόκκινο" του Στάθη Σχινά.  

Ο κ.Παπαδημητρίου εκτίμησε ότι θα υπάρξει συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές ως τα μέσα Ιανουαρίου, καθώς δεν είναι πολλά τα θέματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές.

Κατά τον ίδιο, ο κ.Σόιμπλε και άλλοι που συμπαρατάσσονται μαζί του δεν θα εμμείνουν περισσότερο στις απόψεις τους. Τελικά, η διαφορά είναι με το ΔΝΤ, όχι με τους Ευρωπαίους και, όπως εκτίμησε, η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πάρει μέτρα όπως αυτά που ζητάει το Ταμείο. Μόλις ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και ξεπαγώσουν τα μέτρα για το χρέος, θα ακολουθήσει η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση από την ΕΚΤ, συμπλήρωσε.

Δεδομένου ότι το 2017 επιδιώκεται να είναι το έτος της πραγματικής οικονομίας, όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο κ.Παπαδημητρίου ως επικεφαλής του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, αναφέρθηκε εκτενώς στις επενδύσεις.
 
Για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, παλιών και νέων, υπάρχουν πολλά εργαλεία που θα τεθούν στη διάθεση των επενδυτών, τους οποίους διέπει ένα πολύ θετικό κλίμα για την Ελλάδα, καθώς διαβλέπουν τις ευκαιρίες, σημείωσε.
 
Τόσο η κυβέρνηση όσο και το υπουργείο εστιάζουν στην καλλιέργεια του φιλικότερου επενδυτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, με σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων, όπως ο νέος αναπτυξιακός νόμος και η μείωση του κόστους και του χρόνου για τη σύσταση και την αδειοδότηση των επιχειρήσεων.


"Μείωση της φορολογίας δεν σημαίνει αυτόματα αύξηση των επενδύσεων"

Από το 2009, σε όποια χώρα της ΕΕ εφαρμόστηκε η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων δεν απέφερε επενδύσεις, τονίζει ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», με τίτλο «Η μείωση της φορολογίας και η ανάπτυξη», ενώ σημειώνει ότι διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών, ισχυρό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και παροχή τραπεζικής χρηματοδότησης με οικονομικά κριτήρια είναι «οι τρεις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να επιτύχει η Ελλάδα προκειμένου να προσελκύσει υγιείς επιχειρηματικές επενδύσεις».

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο κ. Παπαδημητρίου, σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Σλοβενία και η Ισπανία, όπου υπήρξε μείωση των φορολογικών συντελεστών, παρατηρείται ταυτόχρονα και μείωση των επενδύσεων. Μείωση επενδύσεων παρατηρείται ακόμη και σε χώρες με χαμηλό συντελεστή (Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία), που τον διατήρησαν χαμηλό, ενώ αντίθετα οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία) παρότι διατήρησαν υψηλούς φορολογικούς συντελεστές καθ΄ όλη τη διάρκεια της κρίσης, δεν αντιμετώπισαν κάμψη, αλλά μικρή άνοδο των επενδύσεών τους ως προς το ΑΕΠ.

«Ειδικότερα για την Ελλάδα, αξίζει να θυμίσουμε πως το 2006 οι φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων ήταν 29% και σταδιακά έπεσε στο επίπεδο του 20% το 2011-2012. Αυτό δεν εμπόδισε, εντούτοις, το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ να κατολισθήσει από το 23.7% το 2006 στο 12.6% το 2012, απόδειξη ότι καμιά μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων δεν εγγυάται επενδύσεις», τονίζει ο υπουργός Οικονομίας.

Ο υπουργός, στο άρθρο του, αναφέρεται, επίσης, και σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται ότι «η φορολογική επιβάρυνση μιας χώρας είναι ένας από τους πολλούς, και δεν είναι πάντα ο πιο σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται από τους δυνητικούς επενδυτές όταν σταθμίζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις. Εξαιρετικά σημαντικά για τους δυνητικούς επενδυτές, είναι ζητήματα σχετικά με το κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με τις μακροοικονομικές και επιχειρηματικές συνθήκες, το κόστος της συμμόρφωσης προς τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές πρακτικές, το μέγεθος της αγοράς, τις συνθήκες εργασίας, και πάνω απ΄ όλα τις ευκαιρίες κέρδους που συνδέονται με συγκεκριμένες τοποθεσίες».

Και εν κατακλείδι σημειώνει:

«Α) η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων είναι μειωμένης αποτελεσματικότητας στην προσέλκυση επενδύσεων για τον επιπλέον λόγο ότι συμβάλλει σε μια ανταγωνιστική κούρσα προς τα κάτω των ευρωπαϊκών οικονομιών που μόνους ωφελημένους έχει τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις

Β) για την Ελλάδα, η οποία προσφέρει πληθώρα ευκαιριών κέρδους από συγκεκριμένες τοποθεσίες (λόγω υποδομών, τουρισμού, ενέργειας και μεταφορών) και υφίσταται μεγάλες δημοσιονομικές πιέσεις δεν χρειάζεται η οικονομία παρόμοια πολιτική.

Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι διαφανείς διαδικασίες διαγωνισμών, ισχυρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους και παροχή τραπεζικής χρηματοδότησης με οικονομικά κριτήρια. Γιατί σε αυτές βασίζονται πρωτίστως οι υγιείς επιχειρηματικές επενδύσεις».


(ΑΠΕ)