ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: Η ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος
Η Ληστεία στην μετεπαναστατική Ελλάδα (1833-1853), και ιδιαίτερα η μορφή που πήρε στη Στερεά Ελλάδα, συνδέεται με την εδαφική ρύθμιση του Ελληνικού ζητήματος, την οργάνωση του νέου κράτους, τη διάλυση των ατάκτων στρατευμάτων του Αγώνα, την μη συμμετοχή τους στον τακτικό στρατό, τη χαμηλή μισθοδοσία έναντι των ημετέρων του Όθωνα και τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες των Βαυαρών της Αντιβασιλείας κ.λ.π. Για την καταπολέμηση η θανατική ποινή πραγματοποιήταν δια της Λαιμητόμου.
Στη Λαμία στήθηκε στη θέση του σημερινού Ορφανοτροφείου Αρρένων, στον τόπο τον αποκαλούμενο, «Λόφος του Γολγοθά» και ο ενταφιασμός σε παρακείμενο νεκροταφείο, σήμερα ο χώρος κοντά στον άλλοτε ‘Αγιο Γεώργιο τον Ελασσώνειο».
Κατά το παρελθόν παρόμοιο περιστατικό με πιο εκτενή αναφορά είχαμε και στο Μεσολόγγι, το οποίο παραθέτουμε στη συνέχεια...
«… Η γολέττα εκείνη έφερε την λαιμητόμο και τον δήμιον, δια να θανατώσουν τους φυλακισμένους και εις θάνατον καταδικασμένους προ τριών μηνών εννέα ληστάς… Κατά της θανατικής ποινής ο λαός δεν ηδήνατο να πράξη τίποτε, αλλά ο τρόπος της εκτελέσεως τον ηρέθισε πολύ. Διότι ενόμιζον ύβριν τον τρόπον εκείνον, προτιμών τον δια τυφεκισμού θάνατον… η λαιμητόμος εχαρακτηρίζετο ως μηχανή σφαγέως, και ο δια αυτής θάνατος επονείδηστος… κατά την εσπέραν επέστρεψαν αι τρείς λέμβοι, πολύ δε πλήθος συνεγκεντρώθη εις την παραλίαν ωθούμενον υπό περιεργείας δια να ίδη την αποβίβασιν της καταχθονίου μηχανής… ο δήμιος ήτο νέος, περίπου τριάκοντα ετών, με πολύ καλόν παρουσιαστικών, επήδησε δε εις την ξηράν με μεγάλην τόλμην.
Η φρουρά τον περιέζωσε διότι ο λαός εφαίνετο πολύ απειλιτικός. Ούτος ηναγκάσθη να διανυκτερεύση πλησίον της φρουράς, όταν δε εκ του πλησίον καφενείου του έφερον καφφέν, ο καφφεπώλης που έμαθεν ότι έπιεν αυτόν ο δήμιος, έρριψε κατά γης το φλυτζάνιον και το έθραυσεν.
Η λαιμητόμος εστήθη την ιδίαν νύκτα έξω της πόλεως εις επίπεδον μέρος και ήτο ετοίμη να εκπληρώση τον προορισμόν της προτού ακόμη να ανατείλη ο ήλιος. Την Δευτέραν το πρωί εκάθητο επάνω εις όλον το Μεσολόγγιον νεκρική σιγή. Δεν ήνοιξε ούτε ένα κατάστημα, ούτε ένα καφφενείον, ακόμη και αι οικίαι ήσαν κατάκλειστοι. Τα σιδηρά δεσμά των χειρών και των ποδών των ληστών έπρεπε να κοπούν από πρωίας. Αλλά μήτε κλειθροποιόν, μήτε σιδηρουργόν κατώρθωσαν να στείλουν δια να τα κόψη.
Η θανατική εκτέλεσις έπρεπε να γίνη την εβδόμην, αλλά ήλθε και η εννάτη εως ότου αναγκασθή κλειθροποιός τις υπό της χωροφυλακής δια να απαλλάξη τους καταδίκους από τα δεσμά τους. Έτσι μετεφέρθησεν εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ο δήμιος και οι δύο βοηθοί του, ο εις Ιταλός, ο άλλος Σλαύος, οδηγούν τους εννέα καταδίκους ανά τρείς, έχοντες τας χείρας των δεμένους δια σχοινίων.
Πουθενά εις καμίαν οδόν δεν εφαίνετο άνθρωπος. Το Μεσολόγγιον ήτο νεκρόν. Όταν έφθασαν εις τον τόπον της εκτελέσεως ο εισαγγελεύς του κράτους απήγγειλε πάλιν εις του ληστάς την καταδίκην των, οι οποίοι την ήκουσαν μετ’αδιαφορίας . Και οι εννέα ήσαν νέοι, ρωμαλαίοι, άγριοι κατά την μορφήν, αφόβως δε ητένιζον την λαιμητόμον.
Ο δήμιος ετοιμάζετο δια το έργον του και έλυε τα σχοινιά του ληστού του ορισθέντος να θανατωθή πρώτος, αλλ’ ούτος αιφνιδίως ώρμησεν επί του δημίου, ο οποίος μη προβλέπον τοιαύτην επίθεσιν, έχασε την ισοροπίαν του και μετά δυσκολίας ημύνετο, οι δε βοηθοί του δεν ηδήναντο να τον βοηθήσουν διότι προσεπάθουν να κρατήσουν τους άλλους καταδίκους δια να μη λάβουν μέρος εις την επίθεσιν. Τότε ο λοχαγός διέταξε απόσπασμά τι να προχωρήση και να περιζώση τους ενόχους, χωρις να τους κτυπήση… Ο εις εκ των βοηθών του δημίου έτρεξε τότε εις βοήθειαν και με κραυγάς και κατάρας κατέβαλον και οι δύο τον κακούργον, τον έδεσαν πάλιν και τον έσειρον , ενώ ανθίστατο ματαίως, εις τας βαθμίδας του ικριώματος. Εκεί τον εσείκωσαν εις την σανίδα, έδεσαν ισχυρώς επ’αυτής δι’ ιμάντων το σώμα του και ώθησαν την σανίδα εις τους αύλακας. Ο πέλεκυς έπεσε και η κεφαλή εκυλίσθη εις τον δερμάτινον σάκκον.
Ο δήμιος ήτο κάθιδρως έχων καταρρακωμένον το ένα του μανίκιον το οποίον είχε σχίσει ο ληστής…Ήτο πλέον μεσημβρία και προσήγαγον τον δεύτερον κακούργον, άνδρα ρωμαλέον και ηλιοκαή του οποίου η κόμη και το γένειον εκυμάτιζον ααγρίως εις τον άνεμον. Δις έρριψε καταγής τους βοηθούς, και μ’ όλον ότι ήσαν αι χείρες του δεμέναι μετά μεγίστης επιδεξιότητος… μόλις μετά ημίσειαν ώραν κατώρθωσεν ο δήμιος να δέση και αυτόν επί της σανίδος… Έτσι εξηκολούθησεν εκείνος ο αγών, με θεατάς μόνον τους στρατιώτας του τάγματος. Κατά τις τρείς μεταμεσημβρίαν ήλθε ο τελευταίος, ο αρχηγός της ληστοσυμμορίας.
Το όνομά του ήτο Πέτρος. Ήτο περίπου τεσσαρακοντούτης και όχι άσχημος κατά την όψιν. Ήτο μαυριδερός, με βλοσυρόν και άφοβον βλέμμα και αγέρωχον ήθος. Όταν ο δήμιος και οι κάθιδροι και κατάκοποι βοηθοί του, επλησίασαν τον λήσταρχον, ο Πέτρος τους απώθησε με υπερήφανον κίνησιν, στραφείς δε προς τον εισαγγελέα, είπεν ότι δεν θα αντισταθή καθόλου εάν ο δήμιος δεν τον εγγύση εως ότου τεθή υπό τον πέλεκυν.
Ο εισαγγελεύς ανεκοίνωσεν την δήλωσιν εκείνην εις τον γάλλον δήμιον γαλλιστί, και ο λήσταρχος με στερεόν πόδι και υπερηφάνως μετέβη εις το ικρίωμα, ανέβη βραδέως τας βαθμίδας, παρετήρησε τον κρεμασμένον αιμοσταγή πέλεκυν και εσταθη επί της κινητής σανίδος. Ταχέως οι βοηθοί έδεσαν το σώμα του, κατόπιν τον ώθησαν και ο πέλεκυς αστράψας εις τον λαμπρόν ήλιον εβρόντισεν κατελθών μεθ’ ορμής…
Η δικαιοσύνη ικανοποιήθη!! Έτσι ετελείωσεν η πρώτη επιβληθείσα θανατική ποινή εις την Ελλάδα, αλλά το αποτέλεσμά της ήτο κακόν, διότι η κατ’ αυτόν τον τρόπον επιβληθείσα ποινή δεν κατέστησεν σεβαστόν το δικαστήριον, αποτυχούσα τελείως του σκοπού της.
Εις το Μεσολόγγιον επιστρέψαμεν παιανιζούσης της μουσικής. Η λαιμητόμος ήρθη και αυθημερόν επιβιβάσθη κατά την εσπέραν μ’ όλην την συνοδείαν της…
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΝΕΕΖΕΡ,
Απομνημονευματα,
Εκδ. Λαβύρινθος, Σεπτέμβριος 2018.