Γερμανική εισβολή: Η επιβραδυντική άμυνα των Βρετανών στις Θερμοπύλες και στη διάβαση Μπράλου (Απρίλιος 1941)
Γράφει ο Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος, φυσικός
Πρόλογος
Από τις αρχές του 1941, ήταν γνωστή η επιθυμία των βρετανών για δημιουργία νέου συμμαχικού μετώπου απέναντι στους Γερμανούς. Τις εξελίξεις στο αλβανικό μέτωπο και τις επιτυχίες των Ελλήνων παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και οι Γερμανοί. Όμως, το Μάρτιο 1941 διαψεύστηκαν οι ελπίδες για τη σύμπτυξη βαλκανικού μετώπου με Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία και Τουρκία, συνεπικουρούμενες από το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα. Το τελευταίο περιλάμβανε κυρίως μονάδες Αυστραλών και Νεοζηλανδών (γνωστές με το όνομα ANZAC[1], που είναι το ακρωνύμιο των λέξεων Australian and New Zealand Army Corps). Επικεφαλής ήταν ο υποστράτηγος Φρέυμπεργκ (19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία) και ο αντιστράτηγος Μακέη (6η Νεοζηλανδική ταξιαρχία).
Μπέρναρντ Φρέυμπεργκ
Ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, για το σκοπό αυτό, είχε ζητήσει 10 βρετανικές μεραρχίες, οι δε Άγγλοι πρότειναν 2-3 μόνον και μετά από 2 μήνες. Μετά τον αιφνίδιο και περίεργο θάνατο του Ι. Μεταξά (στις 21 Ιανουαρίου 1941), η ίδια διάσταση απόψεων παρέμενε. Η οργάνωση άμυνας στη γραμμή του ποταμού Αλιάκμονα ήταν πολύ δύσκολη, με τον όγκο του ελληνικού στρατού κυρίως στην Αλβανία και τον υπόλοιπο στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Οι αδυναμίες του ελληνοβρετανικού αμυντικού στρατηγικού σχεδιασμού αποδείχθηκαν στην πράξη, καθώς οι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις εισβολής δεν δυσκολεύθηκαν απέναντι στους αντιπάλους τους, παρά την ηρωική αντίσταση των μαχητών της “γραμμής Μεταξά” και ελάχιστα των Ελλήνων και Βρετανών στρατιωτών στη γραμμή Αλιάκμονα.
Τελικά η μεγάλη πίεση των Βρετανών (Ουίνστον Τσώρτσιλ) να εμπλακεί η Ελλάδα στον πόλεμο, χωρίς όμως την αναγκαία στήριξη στρατού και αεροπορίας, αλλά και η επίμονη στάση του τότε βασιλιά Γεωργίου για συμφωνία, θυσίασε την Ελλάδα στις βραχυπρόθεσμες βρετανικές στρατηγικές επιδιώξεις.
Διαβάστε περισσότερα στην εφημερίδα μας στο φύλλο της Τετάρτης 17 Απριλίου 2024.