ΑΡΙΣΤΕΙΑ - Συμβολή στην επέτειο της Εθνικής Αντίστασης
Διήγημα του Δημήτρη Κ. Καραθεοδώρου, φιλολόγου
Μεσημεράκι θάταν, όταν έφτασε η μεγάλη είδηση. Ο φιλόλογός μας, ο κυρ Έλληνας, σύνδεσμος των ανταρτών από τους πρώτους, ντελάλισε σ’ όλους τους μαχαλάδες του χωριού, σαν άλλος Φειδιππίδης, το θεότρελο κατόρθωμά μας: “Ανατινάχτηκε η γέφυρα! Ανατινάχτηκε η γέφυρα! Καλή Λευτεριά! Ο φασισμός δεν θα περάσει!”
Ξαλάφρωσε η καρδιά μας και γέλασε το φαρμακωμένο μας τ’ αχείλι. Διασίδι γίναμε στο χοροστάσι του χωριού κι αγκαλιαζόμασταν σαν στο Χριστός Ανέστη και κλαίγαμε από χαρά. Και στα ταίρια της, Χριστέ μου, λέγαμε, και στα ταίρια της! Κι υψώναμε ψηλά στον ουρανό, με πολεμάρχο τον κυρ Έλληνα, τα ταπεινά μας όπλα, ότι αυτά μας είχαν απομείνει, το τσεκούρι, τη βουκέντρα, το σκαλιστήρι, το σκεπάρνι, τη βαριά, το ξυλοφάι, το αρνάρι, τον κασμά, τον λοστό, το αμόνι, το ακόνι, το σφυράκι, τον σουβλιά, το δρεπάνι, την κοσιά, την πιρούνα, το χαντζάρι, το κλαδευτήρι, το δικέλλι, να τα βλογήσει η Λευτεριά, τώρα που ήρθε ανάμεσό μας.
Και τα κορίτσια μας ανοίγαν τα προικιάρικα σεντούκια τους και στόλιζαν τα πορτόφυλλα και πορτοπαραθύρια με τα γαμήλια δώρα τους, χάρισμα κι αυτά στη Λευτεριά, γιατί όπως ελέγαν, σαν ελευθερωθούμε απ’ όλα κάμνουνε.
Ακόμα και τα φιδάκια της Παναγιάς της Ελευθερώτριας ξεσκάρισαν κι αυτά απ’ τ’ άγιο βήμα, παράξενο πράμα, ότ’ ήταν αρχή χειμώνα κι ως το ’χαν συνήθειο τους φανερώνονταν μια φορά μονάχα, τότε που οι χωριανοί λεύτεροι, όλο σέβας, πανηγυρίζαν ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Ίσως δεν ήθελαν κι αυτά να χάσουν ετούτο το μεγάλο πανηγύρι, π’ άναψε μπροστά στην Εκκλησιά τους μια κομπανία από αψείς οργανοπαίχτες, με τα λαγούτα, τα βιολιά και τα κλαρίνα τους, τις πίπιζες, τα τούμπανα και τους ζουρνάδες. Παίζανε κάτι σκοπούς ελεύθερους, γιομάτους κλεφτουριά και Εικοσιένα και φλόγιζαν τα σωθικά μας, σαν το ρακί που πίναμε, από το πάθος της λευτεριάς. Χόρευε ο κυρ Έλληνας, χόρευαν όλοι, χορούς παλικαρίσιους, τσάμικους και ζεϊμπέκικους. Τραβούσαν τις μαχαίρες τους και χόρευαν τρομαχτικούς πυρρίχιους …
Σαν πήρε ν’ αποσκιώσει το ραβαΐσι σταμάτησε. Έτσι το θέλησε ο άρχος και ταγός μας. Γυρίσαν όλοι στις δουλειές τους, περιμένοντας και τη δική τους ώρα. Κι οι κοπελιές ξανακλείσαν τις κασέλες τους και τα φιδάκια της Παναγιάς ξαναγυρίσαν στην άγια κρύπτη τους.
Εμάς τους μαθητάδες του βουνού, ο δάσκαλός μας ο κυρ Έλληνας, μας μάζεψε μες στο σχολειό να μας διδάξει, όπως είπε, κι άλλα κλέη ελληνικά γι’ αυτή τη μέρα. Πήρε στα χέρια του ευλαβικά τον Όμηρο, τον άνοιξε κοντά στο τέλος και με φωνή που φαινόταν πως νικάει την ταραχή της κατοχής άρχισε :
Πώς στης μαύρης νύχτας το σκοτάδι, ανάμεσα σε άλλα αστέρια
προβάλλει ο Αποσπερίτης, το πιο ωραίο αστέρι του ουρανού,
παρόμοια λάμψη ανάδινε η κοφτερή αιχμή του δόρατος
που κράδαινε ο Αχιλλέας στο δεξί του χέρι, γυρεύοντας
τον όλεθρο του θείου Έκτορα[1] ˑ
Ήταν η αριστεία του Αχιλλέα κι ήταν ο θρήνος των συφοριασμένων Τρώων. Φουσκώναμε απ’ την παλικαριά του Αχιλλέα, θρηνούσαμε όμως πιο πολύ τον Έκτορα, τον σκοτωμένο.
Και τότε, εκεί στο θρηνολόι απάνω – μα τον πρώτο της Ιλιάδος στίχο – άνοιξε βίαια η πόρτα του σχολειού μας και στάθηκε κατάφατσα, καταντικρύ μας ένα βαθμοφόρος Γερμανός, που μούγκριζε από λύσσα κι από μάνητα. Γυρνώντας το αυτόματό του καταπάνω μας και μ’ ουρλιαχτά που καταλαβαίναμε τον θάνατο, μας έδειχνε πολύ ξεκάθαρα το όπου φύγει-φύγει.
Όλοι προγκήξανε, μονάχα εγώ δεν πρόγκηξα. Αχαμνός από τότε, σχεδόν ραμματάκι, σαούριασα πίσω από μια αρχειοθήκη, και σαν το κατσικάκι του παραμυθιού, μέσα από μια χοντροσχισμάδα, έβαζα τα δυνατά μου ν’ ακούσω και να δω τον δάσκαλό μου και τον λύκο. Τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα Πολύφημο!
Και είδα τον δάσκαλό μου, ατάραχο κοιτάζοντας τον Γερμανό, να τον καλωσορίζει σαν αδελφό του, σαν να ΄θελε να τον φιλέψει με τούτα τα Ομηρικά – Ελληνικά λόγια:
Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας
χορτάσεις, τότε μας λες το λόγο της επίσκεψής σου.[2]
Και είδα το λύκο – μα τον πρώτο στίχο της Οδύσσειας – να χυμάει σαν τον ίδιο τον μαυρόχαρο, να του σφίγγει με το όπλο του το στόμα και σπαράζοντας να βοά ελληνικά:
“Παύσαι Όμηρε! Παύσαι Όμηρε!”
Κι ο κύριός μας, που πολλά με το μυαλό του καταλάβαινε, δυνάμωνε τις προσευχές του στην Αθηνά Παλλάδα:
Δώσε πίστομος να σωριαστεί στο χώμα, μπροστά στις Πύλες τις
Σκαιές ˑ [3]
Αστραπιαία φυλλομέτρησε τον Όμηρο και με φωνή αρχαίου ραψωδού ξανάρχισε πάλι ν’ αφηγείται:
Βλέποντας ο πατέρας το παιδί, αμίλητος του χαμογέλασε,
οπότε η Ανδρομάχη βουρκωμένη πλησιάζει, δένει το χέρι της
στο χέρι του, κι είπε μιλώντας:[4]
Μα εκεί στην τελευταία συλλαβή του έκτου ποδός η αφήγησή του διακόπηκε, άλλαξε αφηγητή. Την άρπαξε μεμιάς ο Γερμανός και μέρωσε τ’ άγριο σκολειό από τον θείο του λόγο:
Δαιμόνιε, θα σ’ αφανίσει το ίδιο σου το μένος, κι ούτε λυπάσαι
τον νήπιο γιο σου, την άμοιρη εμένα, που γρήγορα θα γίνω
η χήρα σου. Γιατί, όπου να ’ναι, θα πέσουν πάνω σου όλοι μαζί
οι Αχαιοί να σ’ αφανίσουν ˑ[5]
Ο ηθοποιός του ΔΗΠΕΘΕΡ Άρης Τσιούνης διαβάζει την ΑΡΙΣΤΕΙΑ
Σταμάτησε τον στίχο του ο Γερμανός απότομα. Αγκάλιασε τον Έλληνα συρραψωδό του και είπε βραχνά: “Φύγε Όμηρε, φύγε!” Κι ο κύριός μας που πολλά με το μυαλό του καταλάβαινε, ευχαριστούσε φωναχτά την Αθηνά Παλλάδα. Έφυγε αργά-αργά, λες και δεν έτρεξε τίποτα. Ο Γερμανός ασπαζόταν τον Όμηρο και κάτι φαινόταν πως σημείωνε στο άσπρο εσώφυλλό του.
Τέλος άφησε στο τραπεζάκι το χοντρό βιβλίο και διάβηκε ξαναμμένος την ορθάνοιχτη πόρτα. Τον άκουσα να φεύγει, μαρσάροντας τη μηχανή του και ξεσαούριασα κι εγώ απ’ την κρυψώνα μου. Πήγα κοντά στο τραπεζάκι και προσκύνησα το αρχαίο-ιερό βιβλίο. Στο άσπρο εσώφυλλό του διάβασα:
Ελευθέριος Έλληνας, δάσκαλος των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία του βουνού.
Κι από κάτω : Καρλ Φίσσερ, Καθηγητής των Αρχαίων Ελληνικών στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Ξαναπροσκύνησα το παλιακό ευαγγέλιο της Γλώσσας μας και το ’βαλα στον κόρφο μου, γκόλφι-σταυρό μου. Βγήκα έξω απ’ το σχολείο και στα ξεκλώναρα του πλάτανου της Εκκλησιάς είδα αετό αιθερόλαμνο να τραγουδάει τον ώριο μύθο:
Βροντάει στον Γοργοπόταμο τ’ αντάρτικο ντουφέκι
Ο Άρης κάνει πόλεμο και το θεριό ο Ζέρβας
Με τους φασίστες τα σκυλιά, απάνου στο γιοφύρι.
Φωτιά, μπαρούτη άναψε και το γιοφύρι στάχτη.
Ήταν ο φιλόλογός μας ο κυρ Έλληνας! Αντρίκεια έβαλα το δεξί μου χέρι πάνω στον Άγιο Όμηρο κι ορκίστηκα κι εγώ να γίνω όμηρος του Ομήρου. Τώρα συνταξιούχος-αξιούχος πια, που συναντάω εδώ κι εκεί παλιούς φίλους μου και μαθητές μου, με ξαναρωτάνε γιατί λατρεύω σαν θεό τον Όμηρό μου. Κανένας κόπος. Ανοίγω την καρδιά μου και ξαναπιάνω αυτήν εδώ την Αριστεία.
-------------
Σημείωση 1 : Οι παραπομπές του διηγήματος (1-5) αρχικά ήταν γραμμένες στη γλώσσα του Ομήρου. Για να είναι προσιτές στο αναγνωστικό κοινό, ο συγγραφέας τις έδωσε σε μετάφραση Δημ. Ν. Μαρωνίτη. Τα κεφαλαία ελληνικά γράμματα παραπέμπουν σε ραψωδίες της Ιλιάδας, με τους επιλεγμένους στίχους, ενώ τα μικρά γράμματα παραπέμπουν σε ραψωδίες της Οδύσσειας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Χ, 317-320 στίχος
- α, 123-124 στίχος
- Ζ, 306-307 στίχος
- Ζ, 404-406 στίχος
- Ζ, 407-410 στίχος
Σημείωση 2 : Το διήγημα αυτό βραβεύτηκε με έπαινο σε διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λαμίας, τιμώντας την Εθνική Αντίσταση. Η απονομή των βραβείων και επαίνων έγινε στις 25 Νοεμβρίου 1985, στο Δημοτικό Θέατρο Λαμίας. Επίσης στη Σχολική Εορτή για την 28η Οκτωβρίου 1940, που πραγματοποίησε στις 25 Οκτωβρίου 2002 το Πειραματικό Γυμνάσιο Λαμίας στο χώρο του μνημείου, κοντά στη Γέφυρα του Γοργοποτάμου, διάβασε την ΑΡΙΣΤΕΙΑ ο ηθοποιός του ΔΗΠΕΘΕ ΡΟΥΜΕΛΗΣ Άρης Τσιούνης και έπαιξε κιθάρα ο καθηγητής του Δημοτικού Ωδείου Λαμίας Δημήτρης Τσούτσικας.